μοσχαρίσιος, -ια, -ιο

μοσχαρίσιος, -ια, -ιο
αυτός που προέρχεται από μοσχάρι, μόσχο: Μοσχαρίσιος κιμάς.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • βιδελίσιος, -ια, -ιο — μοσχαρίσιος: Φάγαμε βιδελίσιο πατσά …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”